- εγχειρητική
- η хирургия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγχειρητική — η (ενν. τέχνη), κλάδος της χειρουργικής που εξετάζει τους τρόπους και τις μεθόδους των εγχειρήσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστόμωση — Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως … Dictionary of Greek
γαστρεντεροαναστόμωση — η εγχειρητική ένωση (αναστόμωση) στομάχου και εντέρου … Dictionary of Greek
εγχειρητικός — ή, ό (Α ἐγχειρητικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην εγχείρηση 2. το θηλ. ως ουσ. η εγχειρητική α) η τέχνη τής θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με εγχείρηση β) ο κλάδος τής χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους τής εγχειρητικής … Dictionary of Greek
εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… … Dictionary of Greek
ηπατοπηξία — η ιατρ. η εγχειρητική στερέωση ενός δυστοπικού ήπατος στο πλευρικό τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatopexy < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + pexy (πρβλ. πήξις)] … Dictionary of Greek
ηπατοστομία — η ιατρ. η εγχειρητική διάνοιξη χοληφόρου συριγγίου ή αναστόμωση τού ήπατος με τον πεπτικό σωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatostomy < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + stomy (πρβλ. στομία < στομος < στόμα)] … Dictionary of Greek
κατατεμαχισμός — ο 1. η κατάτμηση ενός πράγματος σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακερματισμός, κατακομμάτιασμα, λειάνισμα 2. ιατρ. εγχειρητική αγωγή κατά την οποία ο όγκος εξάγεται, αφού προηγουμένως έχει κοπεί σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεμαχίζω. Η λ.… … Dictionary of Greek
κυστεοτομία — (I) η ιατρ. εγχειρητική διάνοιξη τής ουροδόχου κύστεως με σκοπό τη διερεύνηση τής κοιλότητάς της, την αφαίρεση ξένου σώματος ή λίθου και τη θεραπεία μιας βλάβης τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystotomie < cyst(o) (βλ.… … Dictionary of Greek
λεμφαγγειεκτομή — η ιατρ. η εγχειρητική αφαίρεση λεμφαγγείων, συνήθως με τη μορφή τής ολικής εκτομής τών επιπολής λεμφαγγείων, για τη θεραπεία τής ελεφαντίασης … Dictionary of Greek
νευρολογία — η 1. ειδικότητα τής ιατρικής με αντικείμενο τη μελέτη τής ανατομικής και φυσιολογίας, τη διάγνωση, τη μη εγχειρητική θεραπεία και την πρόληψη τών νόσων τού νευρικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevrologie < νευρ(ο) * +… … Dictionary of Greek